Κρόνια

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ων, τά,

   A v. Κρόνιος.

Greek (Liddell-Scott)

Κρόνια: -ων, τά, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
v. Κρόνιος.

Greek Monotonic

Κρόνια: -ων, τά, βλ. Κρόνιος.