μαίευσις

Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A delivery of a woman in child-birth, Pl.Tht.150b.

Greek (Liddell-Scott)

μαίευσις: ἡ, κοινῶς «ξεγέννημα», Πλάτ. Θεαίτ. 150B.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
délivrance, accouchement.
Étymologie: μαιεύω.

Greek Monotonic

μαίευσις: ἡ, το «ξελευθέρωμα» μιας γυναίκας κατά τον τοκετό, σε Πλάτ.