μάργαρον

Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τό,

   A = μαργαρίτης, Anacreont.22.14, PHolm.10.17,29.

German (Pape)

[Seite 95] τό, = μαργαρίτης, Anacr. 22, 14, Paul. Sil. 17 (V, 270).

Greek (Liddell-Scott)

μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, Ἀνακρεόντ. 22. 14, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8695. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
perle.
Étymologie: μάργαρος.

Greek Monotonic

μάργᾰρον: τό, = μαργαρίτης, σε Ανακρεόντ.