μέμηλε

Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

μεμήλει, μεμηλώς,

   A v. μέλω A.I.I, B.I.

Greek (Liddell-Scott)

μέμηλε: μεμήλει, μεμηλώς, ἴδε ἐν λ. μέλω Α. Π.

French (Bailly abrégé)

v. μέλω.

Greek Monotonic

μέμηλε: Επικ. γʹ ενικ. παρακ. του μέλω.