(μένω)
A one must remain, Pl.R.328b, X.HG3.2.9, etc.
μενετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μένω, δεῖ μένειν, Πλάτ. Πολ. 328Β, Ξεν., κτλ.· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 446. Ἴδε μενητέον.
μενετέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να παραμείνει, σε Πλάτ., Ξεν.