μορφώτρια

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ, fem. as if from *μορφωτήρ, συῶν μ.

   A changing men into swine, E.Tr.437.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, (fem. zu μορφωτήρ), Bildnerinn; συῶν, Eur. Troad. 437.

Greek (Liddell-Scott)

μορφώτρια: ἡ, θηλ. ὡς ἐξ ἀρσ. μορφωτήρ, ἡ συῶν φορφώτρια Κίρκη, ἡ μεταμορφοῦσα τοὺς ἄνδρας εἰς χοίρους Κίρκη, Εὐρ. Τρῳ. 437.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
qui donne une forme.
Étymologie: μορφόω.

Greek Monolingual

μορφώτρια, ἡ (Α)
(για την Κίρκη) αυτή που μεταμορφώνει («Λιγυστίς θ'ἡ συῶν μορφώτρια Κίρκη», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του αμάρτυρου μορφωτήρ (< μορφῶ)].

Greek Monotonic

μορφώτρια: ἡ (μορφόω), συῶν μορφώτρια, αυτή που μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε γουρούνια, σε Ευρ.