μετορμίζω

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Ion. for μεθορμίζω.

German (Pape)

[Seite 162] ion. = μεθορμίζω.

Greek (Liddell-Scott)

μετορμίζω: Ἰων. ἀντὶ μεθορμίζω, Ἡρόδ. 2. 115, 7. 182.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μεθορμίζω.

Greek Monolingual

μετορμίζω (Α)
(ιων.τ.) βλ. μεθορμίζω.

Greek Monotonic

μετορμίζω: Ιων. αντί μεθορμίζω.