[Seite 199] ὁ, s. μόλυβδος, u. so die composita.
ου (ὁ) :c. μόλυβδος.
μόλιβδος, ὁ (Α)βλ. μόλυβδος.
μόλιβδος: κ.λπ., βλ. μόλυβδος.