νεηκής

Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

νεηκής: -ές, (ἀκή) ὁ νεωστὶ ἀκονηθείς, Ἰλ. Ν. 391, Π. 484· Δωρ. νεᾱκής, Ἡσύχ. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Spitzn εἰς Ἰλ. Ζ. 77.

English (Autenrieth)

ές (ἀκή): freshly whetted, Il. 13.391 and Il. 16.484.

Greek Monotonic

νεηκής: -ές (ἀκή), αυτός που έχει πρόσφατα ακονιστεί ή τροχιστεί ώστε να γίνει οξύτερος, σε Ομήρ. Ιλ.