νενωμένος,
A v. νοέω.
[Seite 241] ion. u. dor. = νενόημαι, νοέω.
νένωμαι: νενωμένος, ἴδε νοέω.
pf. Pass. ion. de νοέω.
νένωμαι: Ιων. και Δωρ. αντί νενόημαι, Παθ. παρακ. του νοέω.