νικήεις

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Dor. νικ-άεις [ᾱ], εσσα, εν,

   A conquering, AP 7.428.5 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, εσσα, εν, ὁ νικῶν, Ἀνθ. Π. 7. 428.

Greek Monolingual

νικήεις, δωρ. τ. νικάεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που νικά ή που νίκησε, ο νικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + κατάλ. -ήεις / -ᾱεις (πρβλ. φθογγ-ήεις)].

Greek Monotonic

νῑκήεις: Δωρ. νικάεις, [ᾶ], -εσσα, -εν, αυτός που νικά, νικητής, σε Ανθ.