νυκτομαχέω

Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A fight by night, Plu.Cam. 36, App.BC5.35, etc. : metaph., ν. τῇ παρθένῳ ἐρωτικῶς Aristaenet.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτομᾰχέω: μάχομαι κατὰ τὴν νύκτα, Πλουτ. Κάμιλλ. 36, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
combattre la nuit.
Étymologie: νύξ, μάχομαι.

Greek Monotonic

νυκτομᾰχέω: (μάχομαι), μέλ. -ήσω, μάχομαι κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλούτ.