Ὀδύσσειος

Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. Ὀδυσσεύς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’Ulysse.
Étymologie: Ὀδυσσεύς.

Greek Monotonic

Ὀδύσσειος: Επικ. Ὀδῠσήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα, σε Ομήρ. Οδ.