Ὀλυμπίαζε

Revision as of 00:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

French (Bailly abrégé)

adv.
à Olympie avec mouv.
Étymologie: Ὀλυμπίας, -δε.

Greek Monotonic

Ὀλυμπίαζε: επίρρ., προς την Ολυμπία, σε Θουκ.