ὀρωρέχατο,
A v. ὀρέγω.
ὀρωρέχαται: ὀρωρέχατο, ἴδε ἐν λ. ὀρέγω.
3ᵉ pl. pf. Pass. épq. de ὀρέγω.
see ὀρέγνῦμι.
ὀρωρέχαται: -ᾰτο, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ὀρέγω.