ὀνίδιον

Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[νῐ], τό, Dim. of ὄνος,

   A little ass, Ar.V.1306.    II v. ὀνίς.

German (Pape)

[Seite 347] τό, dim. von ὄνος, Eselchen, Ar. Vesp. 1306.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνίδιον: [νῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνος, «γαϊδουράκι», Ἀριστοφ. Σφ. 1306· πρβλ. ὀνίς.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ânon.
Étymologie: ὄνος.

Greek Monotonic

ὀνίδιον: [νῐ], τό, υποκορ. του ὄνος, μικρός σε ηλικία γάιδαρος, γαϊδουράκι, σε Αριστοφ.