οὐραγία

Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A rearguard, ib.De.25.18, Plb.1.19.14, 6.40.6, D.S.15.71.

German (Pape)

[Seite 416] ἡ, das Amt des οὐραγός, das Anführen des Nachtrabs. Gewöhnlich aber der Nachtrab selbst, = οὐρά, Ggstz von στόμα, v. l. bei Xen. An. 3, 4, 42, wie Pol. οἱ ἐπὶ τῆς οὐραγίας τεταγμένοι, 6, 40, 6 u. öfter, u. Sp., wie Plut. Anton. 42.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾱγία: ἡ, τὸ ὄπισθεν στρατεύματος, ὀπισθοφυλακία, Πολύβ. 1. 19, 14., 6. 40, 6, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐραγία˙ στρατηγίας οὐρά, τουτέστι τὸ τέλος τῆς στρατιᾶς καὶ τῆς τάξεως».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
arrière-garde.
Étymologie: οὐραγός.

Greek Monolingual

η (Α οὐραγία) ουραγός
η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή
νεοελλ.
ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής.

Greek Monotonic

οὐρᾱγία: ἡ, οπισθοφυλακή, σε Πολύβ.