παγά

Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

Dor. for πηγή.

German (Pape)

[Seite 435] ἡ, dor. = πηγή.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱγά: Δωρικ. ἀντὶ πηγή, Στησίχ. 6, 2, Πίνδ., Θεόκρ., Τραγ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πηγή.

English (Slater)

πᾱγά
   1 spring Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν (O. 3.14) τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἀγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί (P. 1.22) πέραν Νείλοιο παγᾶν (I. 6.23) ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν fr. 30. 2. met., εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων (P. 4.299)

Greek Monolingual

παγά, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πηγή.

Greek Monotonic

πᾱγά: Δωρ. αντί πηγή.