πάνσεμνος
English (LSJ)
ον,
A all-majestic, μαθήματα Luc.Vit.Auct.26, cf.Anach.9.
German (Pape)
[Seite 462] ganz, sehr ehrwürdig, Luc. Vit. auct. 26 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάνσεμνος: -ον, ὁ πάνυ σεμνός, μεγαλοπρεπής, Λουκιαν. Βίων Πρᾶσις 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.)
μσν.
πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»].
Greek Monotonic
πάνσεμνος: -ον, εξαιρετικά μεγαλοπρεπής, σε Λουκ.