πάνσκοπος

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A all-seeing, ὄμμα Δίκης AP7.580 (Jul. Aegypt.).

German (Pape)

[Seite 462] Alles schauend; Pan, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233); ὄμμα Δίκης, Iul. Aeg. 48 (VII, 580).

Greek (Liddell-Scott)

πάνσκοπος: -ον, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, ὄμμα δίκης Ἀνθ. Πλαν. 233.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voit ou observe tout.
Étymologie: πᾶν, σκοπέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. εύ-σκοπος].

Greek Monotonic

πάνσκοπος: -ον, αυτός που βλέπει τα πάντα, σε Ανθ.