παρακληΐω

Revision as of 00:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. παρακλείω. παρακληρόω, v. παραπληρόω.

German (Pape)

[Seite 483] ion. = παρακλείω.

French (Bailly abrégé)

ion. c. παρακλείω.

Greek Monolingual

Α
ιων. τ. βλ. παρακλείω.

Greek Monotonic

παρακληΐω: Ιων. αντί παρακλείω.