παράορος

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. παρήορος. παραός· ἀετός (Maced.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παράορος: ἴδε ἐν λ. παρήορος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράορος· σειραφόρος».

French (Bailly abrégé)

dor. c. παρήορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παρήορος.

Greek Monotonic

παράορος: Δωρ. αντί παρ-ήορος.