πεποίθομεν

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

πεποίθομεν: Ἐπικ. ἀντὶ πεποίθωμεν, Ὀδ. Κ. 335.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. pf. épq. de πείθω.

Greek Monotonic

πεποίθομεν: Επικ. αντί πεποίθωμεν, αʹ πληθ. υποτ. παρακ. του πείθω.