παρτιθεῖ
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. prés. ind. épq. de παρατίθημι.
English (Autenrieth)
see παρατίθημι.
Greek Monotonic
παρτιθεῖ: ποιητ. αντί παρατιθεῖ, γʹ ενικ. του παρατίθημι.
3ᵉ sg. prés. ind. épq. de παρατίθημι.
see παρατίθημι.
παρτιθεῖ: ποιητ. αντί παρατιθεῖ, γʹ ενικ. του παρατίθημι.