πεμπτός

Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ή, όν,

   A sent, ἀπὸ τῶν τετρακοσίων π. πρέσβεις f.l. in Th.8.86.

German (Pape)

[Seite 553] adj. verb. von πέμπω, geschickt, gesendet, Thuc. 8, 86 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
envoyé.
Étymologie: adj. verb. de πέμπω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεμπτός, -ή, -όν, ΝΑ πέμπω
σταλμένος, απεσταλμένος («ἀπὸ τών τετρακοσίων πεμπτοὶ πρέσβεις», Θουκ.).

Greek Monotonic

πεμπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που στέλεται, σε Θουκ.