πέφραδε

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

πεφρᾰδέειν, πεφρᾰδέμεν,

   A v. φράζω.

Greek (Liddell-Scott)

πέφρᾰδε: πεφρᾰδέειν, πεφρᾰδέμεν, ἴδε ἐν λ. φράζω, πρβλ. καὶ Κόντου Φιλολ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς Θ΄, σ. 438.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 épq. de φράζω.

Greek Monotonic

πέφρᾰδε: πεφρᾰδέειν, πεφρᾰδέμεν, βλ. φράζω.