περιειλίσσω

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A v. περιελίσσω.

German (Pape)

[Seite 573] ion. statt περιελίσσω; Her. 8, 128; auch Plat. Prot. 342, ἱμάντας περιειλίττονται, v. l. περιελ.

Greek (Liddell-Scott)

περιειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ περιελίσσω.

Greek Monolingual

Α
βλ. περιελίσσω.

Greek Monotonic

περιειλίσσω: Ιων. αντί περι-ελίσσω.