πικρόκαρπος

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A bearing bitter fruit, ἀνδροκτασία ib.693 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 614] von, mit bitterer Frucht, übertr., ἀνδροκτασία, Aesch. Spt. 675.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων πικρὸν καρπόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 693, Μανασσ. Χρον. 4317.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux fruits amers.
Étymologie: πικρός, καρπός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που παράγει πικρούς καρπούς.

Greek Monotonic

πικρόκαρπος: -ον, αυτός που φέρει πικρούς καρπούς, σε Αισχύλ.