πέποσθε

Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Greek (Liddell-Scott)

πέποσθε: Ἐπικ. ἀντὶ πεπόνθατε, ἴδε ἐν λ. πάσχω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ pl. poét. pf.2 de πάσχω.

English (Autenrieth)

see πάσχω.

Greek Monotonic

πέποσθε: Επικ. αντί πεπόνθατε, βʹ πληθ. παρακ. του πάσχω.