Att. for πλάσσω. II πλάττομαι, v. πλάζω (A).
πλάττω: Ἀττ. ἀντὶ πλάσσω.
att. c. πλάσσω.
Α(αττ. τ.) βλ. πλάσσω.
πλάττω: Αττ. αντί πλάσσω.