περιτείχισις

Revision as of 01:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A walling round so as to blockade, circumvallation, Th.2.77, 4.131; but also for defence, π. τοῦ ἄστεος Themist.Ep.4.3.

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, das Ummauern, Belagern durch eine Mauer, Thuc. 2, 77. 4, 131 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιτείχῐσις: ἡ, τὸ τειχίζειν ὁλόγυρα πρὸς ἀποκλεισμόν, ἀπόκλεισις, Θουκ. 2. 77., 4. 131, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’entourer de fortifications.
Étymologie: περιτειχίζω.

Greek Monotonic

περιτείχῐσις: ἡ, περιχαράκωμα, σε Θουκ.