ποτεῖδον

Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ποτιδών, Dor. for προσεῖδον, προσιδών.

Greek (Liddell-Scott)

ποτεῖδον: ποτιδών, Δωρ. ἀντὶ προσεῖδον, προσιδών, Θεόκρ.

Greek Monotonic

ποτεῖδον: ποτιδών, Δωρ. αντί προσεῖδον, προσιδών.