προέμεν

Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

Ep. aor. 2 inf. of προΐημι (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

προέμεν: Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀπαρ. τοῦ προΐημι, Ὀδ.· πρβλ. ἐξέμεν, ἐπιπροέμεν.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de προΐημι.

English (Autenrieth)

see προΐημι.

Greek Monotonic

προέμεν: Επικ. αντί προεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του προΐημι.