προβιβάς

Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ν. προβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

προβῐβάς: ἴδε ἐν λέξ. προβαίνω.

French (Bailly abrégé)

v. *προβίβημι.

English (Autenrieth)

see προβαίνω.

Greek Monotonic

προβῐβάς: μτχ. (όπως αν προερχόταν από -βίβημι) του προβαίνω.