ν. προβαίνω.
προβῐβάς: ἴδε ἐν λέξ. προβαίνω.
v. *προβίβημι.
see προβαίνω.
προβῐβάς: μτχ. (όπως αν προερχόταν από -βίβημι) του προβαίνω.