πρόσβορρος

Revision as of 01:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A towards or exposed to the north wind, E.Ion 11,937, Thphr.HP9.2.3, v.l. in Arist.GA783a31: Sup. -βορρότατος Str.Chr. 11.48.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσβορρος: -ον, ὁ πρὸς βορρᾶν κείμενος ἢ εἰς τὸν βόρειον ἄνεμον ἐκτεθειμένος, Εὐρ. Ἴων 11. 937, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 2, 3, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné vers le nord, exposé au nord.
Étymologie: πρός, βορέας.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται προς βορράν, ο εκτεθειμένος στον βόρειο άνεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -βορρος (< βορρᾶς].

Greek Monotonic

πρόσβορρος: -ον (βορρᾶς), εκτεθειμένος στον βορρά, σε Ευρ.