ῥοφητός

Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be or is supped up, Id.15.1.53, Dsc.5.107, Gal.6.706, Sor.2.11; cf. ῥοπτός.

German (Pape)

[Seite 849] geschlürft, zu schlürfen; ᾠά, weiche Eier, Ath. II, 58 a; Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοφητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ ῥοφήσῃ, Στράβ. 709, Διοσκ. 5. 124, Γαλην., πρβλ. ῥοπτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut avaler.
Étymologie: ῥοφέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ῥοφῶ
(για είδος τροφής) χυλώδης, πολτώδης.

Greek Monotonic

ῥοφητός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ρουφήξει, σε Στράβ.