Σίφνος

Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ, Siphnus, Hdt.3.57, etc.: Adj. Σίφνιος, α, ον, Str.10.5.1;

   A οἱ Σίφνιοι Hdt. l.c., etc.

Greek (Liddell-Scott)

Σίφνος: ἡ, μία τῶν Κυκλάδων, Ἡρόδ. 3. 57, κτλ.˙ ἐπίθετ. Σίφνιος, α, ον, Στράβ. 484˙ οἱ Σίφνιοι Ἡρόδ., κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Σίφνιοι˙ ἀκάθαρτοι, ἀπὸ Σίφνου τῆς νήσου».

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Siphnos.

Greek Monotonic

Σίφνος: ἡ, Σίφνος, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Ηρόδ.· επίθ. Σίφνιος, , -ον, κάτοικος της Σίφνου, στον ίδ.