στυγνόω

Revision as of 01:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

v. sq. (dub. sens.):—Pass.,

   A to be gloomy, κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ ὄμμα AP9.573 (Ammian.).

German (Pape)

[Seite 958] betrübt od. traurig machen, u. pass. betrübt, traurig werden, sein, κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, Ammian. 25 (IX. 573).

Greek (Liddell-Scott)

στυγνόω: καθιστῶ τινα στυγνόν, κατηφῆ, περίλυπον, ἐν τῷ παθ.: κλαίοντι καὶ ἐστυγνωμένῳ, κατηφεῖ, περιλύπῳ, Ἀνθ. Π. 9. 573.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
attrister.
Étymologie: στυγνός.

Greek Monotonic

στυγνόω: στενοχωρώ, λυπώ κάποιον — Παθ., είμαι στενοχωρημένος, σκυθρωπός, σε Ανθ.