συκοφάντρια

Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ, fem. of συκοφάντης, Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.

Greek (Liddell-Scott)

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.

Greek Monotonic

σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.