συμπολιορκέω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A join in besieging, besiege jointly, Hdt.1.161, IG12.108.40 (prob.), Th.8.15, D.23.131, IG22.666.14, etc. :—Pass., Th.3.20,68, Plb.2.7.8.

German (Pape)

[Seite 989] mit od. zugleich belagern; Her. 1, 161; Thuc. 3, 20. 8, 15; χωρία, Dem. 23, 131.

Greek (Liddell-Scott)

συμπολιορκέω: ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος πολιορκῶ, Ἡρόδ. 1. 161, Θουκ. 3. 20, Δημ., κλπ. ― Παθ., οἱ συμπολιορκούμενοι Πολύβ. 2. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
assiéger ensemble.
Étymologie: σύν, πολιορκέω.

Greek Monotonic

συμπολιορκέω: μέλ. -ήσω, συμμετέχω σε πολιορκία, πολιορκώ από κοινού, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.