ταλάσιος

Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A = ταλασήϊος, ἔργα X.Oec.7.6.

German (Pape)

[Seite 1065] = ταλάσειος; ταλάσια ἔργα Xen. Oec. 7, 6, u. VLL.; vgl. Plut. qu. Rom. 31.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλάσιος: -ον, ἴδε ταλάσειος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l’art de filer.
Étymologie: τλῆναι.

Greek Monolingual

-ον, Α ταλασία
ταλασήϊος.

Greek Monotonic

τᾰλάσιος: -ον (*τλάω), αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.