σωφρονητικός

Revision as of 02:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, = σωφρονικός; τὸ σωφρ. im Ggstz von ὑβριστικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5, = σωφροσύνη.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονητικός: -ή, -όν, ἴδε σωφρονικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. σωφρονικός.
Étymologie: σωφρονέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σωφρονῶ
σωφρονικός.

Greek Monotonic

σωφρονητικός: -ή, -όν, = σωφρονικός, σε Ξεν.