ες,
A = συνήθης, AP6.206 (Antip. Sid.).
συνομήθης: -ες, = συνήθης, συνομήθεις ἅλικες οὐρανίῃ δῷρα Κυθηριάδι Ἀνθ. Π. 6. 206.
-όμηθες, Α(ποιητ. τ.) συνήθης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁμήθης«συνήθης»].
συνομήθης: -ες, = συνήθης, σε Ανθ.