τετεύχαται

Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Greek (Liddell-Scott)

τετεύχᾰται: τετεύχετον, ἴδε τεύχω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. épq. et ion. de τεύχω.

Greek Monotonic

τετεύχᾰται: -το, γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του τεύχω.