τραπεζοποιία

Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A table-making, Str.4.6.2 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν, κατασκευάζειν τραπέζας, πολλὰ δὲ καὶ τῇ ποικιλίᾳ τῶν θυΐνων οὐκ ἔστι χείρω πρὸς τὰς τραπεζοποιΐας Στράβ. 202.

Greek Monotonic

τρᾰπεζοποιία: ἡ, η τέχνη της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ.