ὑπέρπτατο

Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A v. ὑπερπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρπτᾰτο: ἴδε ἐν λέξ. ὑπερπέτομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. épq. ao.2 de ὑπερίπταμαι.

Greek Monotonic

ὑπέρπτᾰτο: ποιητ. γʹ ενικ. αόρ. βʹ του ὑπερ-πέταμαι.