ὑποσείραιος

Revision as of 02:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A dragged alongside, like a σειραῖος ἵππος, cj. Musgr. in E.HF445 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσείραιος: -ον, ὁ συρόμενος παραπλεύρως, ὡς τὸ σειραῖος ἵππος, ἀλλ’ ἐσορῶ... ἄλοχόν τε φίλην (Ἡρακλέους) ὑποσειραίους ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα καὶ γεραιὸν πατέρ’ Ἡρακλέους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 445 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Musgr. ἀντί: ὑπὸ σειραίοις).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on conduit par la longe ; qui va à côté (de qqn).
Étymologie: ὑπό, σειρά.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που σείρεται παραπλεύρως δεμένος με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σειραῖος «ο προσδεδεμένος στη σειρά» (< σειρά)].

Greek Monotonic

ὑποσείραιος: -ον, συρόμενος παραπλεύρως, δίπλα, σε Ευρ.