ὑπουργητέον

Revision as of 02:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A one must serve or be kind to, Luc.Cont.2, Hld.7.17.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπουργητέον: ῥηματ. ἐπίθ., δεῖ ὑπουργεῖν, παρέχειν ὑπηρεσίαν, Λουκ. Χάρων 2.

Greek Monotonic

ὑπουργητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να του προσφερθεί υπηρεσία, σε Λουκ.