φιλόγαμος

Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A longing for marriage, μνηστῆρες E.IA392 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1278] heirathslustig, μνηστῆρες Eur. I. A. 392.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγᾰμος: -ον, ὁ φιλῶν ἢ σφόδρα ἐπιθυμῶν τὸν γάμον, φιλόγαμοι μνηστῆρες Εὐρ. Ι. Α. 392.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami du mariage.
Étymologie: φίλος, γάμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιθυμεί έντονα τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. μελλό-γαμος].

Greek Monotonic

φῐλόγᾰμος: -ον, αυτός που λαχταρά το γάμο, σε Ευρ.