φιλομμειδής
English (LSJ)
ές, poet. for φιλομειδής,
A laughter-loving, epith. of Aphrodite, Od.8.362, Il.3.424, Cypr.Fr.5, Hes.Th.989; Γλαυκονόμη φ. ib.256; μήτε φ. μάλα γίγνεο Naumach. ap. Stob.4.23.7: of Dionysus, AP9.524.22, in the form φιλομειδής also found in prose, Corn.ND24, Luc.Im.8, Aret.CA 2.3. Cf.sq.
German (Pape)
[Seite 1282] ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φιλομειδής, ὁ ἀγαπῶν τὸ μειδίαμα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 362, Ἰλ. Γ. 424, κλπ., καὶ Ἡσ. ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ., κλπ.· ― ὁ τύπος φιλομειδὴς εὕρηται ἐν Λουκ. Εἰκ. 8, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524. ― Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
poét. c. φιλομειδής.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλομειδής.
Greek Monotonic
φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. αντί φιλο-μειδής (μειδάω), αυτός που αγαπά το χαμόγελο, επίθ. της Αφροδίτης, σε Όμηρ., Ησίοδ.